-
41 Αμφοτέροις
-
42 Ἀμφοτέροις
-
43 Αμφοτέροισ'
-
44 Ἀμφοτέροισ'
-
45 Αμφοτέροισι
-
46 Ἀμφοτέροισι
-
47 Αμφοτέροισιν
-
48 Ἀμφοτέροισιν
-
49 Αμφοτέρου
-
50 Ἀμφοτέρου
-
51 Αμφοτέρους
-
52 Ἀμφοτέρους
-
53 Αμφοτέρωι
-
54 Ἀμφοτέρωι
-
55 Αμφοτέρων
-
56 Ἀμφοτέρων
-
57 Αμφοτέρως
-
58 Ἀμφοτέρως
-
59 Αμφότερ'
-
60 Ἀμφότερ'
См. также в других словарях:
Ἀμφοτερός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφότερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφότερος — either masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… … Dictionary of Greek
Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρων — ἀμφότερος either fem gen pl ἀμφότερος either masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρως — ἀμφότερος either adverbial ἀμφότερος either masc acc pl (doric) ἀμφοτέρως in both ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφότερον — ἀμφότερος either masc acc sg ἀμφότερος either neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφοτεροῦ — Ἀμφοτερός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτερᾶν — ἀμφότερος either masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)