-
1 αμφουδίς
-
2 ἀμφουδίς
-
3 ἀμφουδίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφουδίς
-
4 ἀμφουδίς
Grammatical information: adv.Meaning: uncertain; hapax ρ 237, ἀμφουδὶς ἀείρας.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Interpreted as if ἀμφωδίς, from *ἀμφωϜαδίς `at both ears'. Cf. ἐξωβάδια ἐνώτια. Λάκωνες H. Bechtel Lex. s. v. See DELG.Page in Frisk: 1,100Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμφουδίς
-
5 ἀμφουδίς
ἀμφ-ουδίς: adv. with the sense of ἀμφ' οὔδει, on the ground (specifying πρὸς γῆν), Od. 17.237†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφουδίς
См. также в других словарях:
αμφουδίς — ἀμφουδὶς (επίρρ) (Α) συναντάται μια μονό φορά στον Όμηρο (ρ 237) με προβληματική ερμηνεία σημαίνει πιθ. «από το έδαφος», «από τη μέση». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Η αρχαία ερμηνεία «κοντά στο έδαφος» (< ἀμφ(ι) * + οὖδας «έδαφος»)… … Dictionary of Greek
ἀμφουδίς — by the middle. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)