-
1 ἀμφι-έννυμι
ἀμφι-έννυμι, ἀμφιεννύουσι u. ähnl. Plut.; fut. ἀμφιἐσω, ἀμφιῶ, vgl. προςαμφ.; aor. ἠμφίεσα Xen. Cyr. 1, 3, 17; perf. pass. ἠμφίεσμαι; häufig fut. med.; anziehen, Kleider u. dgl., act einem Anderen, med. sich selbst; Hom. Od. 5, 167 εἵματά τ' άμφιέσω, 13, 399 ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω; 18, 861 εἵματα δ' ἀμφιέσαιμι, 5, 264 εἵματά τ' ἀμφιέσασα, 4, 253 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα; 14, 320 ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν, 13, 436 ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ' ἐλάφοιο, 15, 369 αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ' ἐκείνη καλὰ μάλ' ἀμφιέσασα; 23, 131 ἀμφιέσασϑε χιτῶνας, 142 αμφιέσαντο χιτῶνας, Iliad. 14, 178 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιον ἑανὸν ἕσατο, 20, 150 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄρρηκτον νεφέλην ὤμοισιν ἕσαντο, Od. 6, 228 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο, Iliad. 10, 23 ἀμφὶ δ' ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος, Od, 14, 529 ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατ' ἀλεξάνεμον, Iliad. 10, 177 ἀμφ' ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος; Od-22, 362 ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον; – χιτῶνα ἐκεῖνον ἠμφίεσε Xen. a. a. O. u. Plat. Conv. 219 b; Ar. Plut. 936; Plat. Prot. 321 a αὐτὰ ϑριξὶ καὶ δέρμασιν ἀμφιεννύς; perf. pass. ἠμφίεσαι Xen. Mem. 1, 6, 2; ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται Plat. Rep. V, 457 a; Xen. Cyr. 4, 3, 20; ἀμφιέσαντο κόνιν γυίοις Aesch. 1 (VII, 255); ἠμφιεσμένος absolut, angekleidet, neben ὑποδεδεμένος, beschuht, Plat. Rep. II, 372 a; ἐν μαλακοῖς Ev. Matth. 11, 8.
-
2 προς-αμφι-έννῡμι
προς-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.
-
3 περι-αμφι-έννῡμι
περι-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), von allen Seiten her umkleiden, umgeben, κύκλῳ περιημφιέννυ τὴν κεφαλήν, Plat. Tim. 76 a u. Sp.
-
4 κατ-αμφι-έννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umkleiden, umgeben, λίϑῳ τοὺς τοίχους Ios.
-
5 μετ-αμφι-έννυμι
μετ-αμφι-έννυμι (s. ἕννυμι), umziehen, ein anderes Kleid anziehen, φοινικικῶς μεταμφιεννύς, D. L. 7, 25. – Gew. med.; μεταμφιέσασϑαι τὴν Ῥωμαίων στολήν, sein Kleid aus- und das römische anziehen, Hdn. 3, 5, 9; vgl. Theopomp. bei Ath. XII, 533 b, ὁπότε τῶν πολιτῶν τινα ἴδοι κακῶς ἠμφιεσμένον κελεύειν αὐτῷ μεταμφιέννυσϑαι τῶν νεανίσκων τινὰ τῶν συνακολουϑούντων αὐτῷ.
-
6 ἀπ-αμφι-έννυμι
ἀπ-αμφι-έννυμι (s. ἕννυμι), auskleiden, ἀπαμφιεῖ τὸ κατάπλαστον ἡ μέϑη Men. in VLL.; στέρν' ἀπημφιεσμένας, γυμνάς, Xenarch. Ath. XIII, 569 b.
-
7 ἐπ-αμφι-έννῡμι
ἐπ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), dazu, darüber anziehen, ἐπημφιεσμένος πτίλον κύκνειον Soph. frg. 708, VLL.
-
8 ὑπ-αμφι-έννῡμι
ὑπ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), darunter anziehen, Sp.
-
9 ἕννῡμι
ἕννῡμι (Wurzel FΕΣ, vgl. ἐσϑής, vestis), u. ion. εἵνυμι, fut. ἕσω, ep. ἕσσω, aor. ἕσσα, ἕσαι, fut. med. ἕσομαι, aor. ἑσσάμην, ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατο Od. 14, 529; Il. 10, 23; perf. pass. εἷμαι – εἵατο, Il. 18, 596; auch ἕσσο, ἕστο, ἕσϑην im dual., 18, 517, ἕεστο 12, 464; – bekleiden, anziehen; τινά τι, Einen mit Etwas bekleiden, κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, er wird dir einen Mantel anziehen, Od. 15, 338. 16, 79. 17, 550; auch med. u. pass. τί, sich Etwas anziehen, anlegen, mit Etwas bekleidet sein, αὐτὴ δ' ἀργύφεον φᾶρος ἕννυτο Od. 5, 230, λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, d. i. gesteinigt werden, Il. 3, 57; χρύσεια δὲ εἵματα ἕσϑην 18, 517; νέοι χλαίνας εὖ εἱμένοι, wohl bekleidet, 15, 308; auch περὶ χροΐ, Od. 16, 457, öfter, u. χροΐ allein, 11, 190; einzeln bei den folgdn Dichtern, εἵματα δ' οὐκ ἀσκητὰ ἕννυτο Theocr. 24, 138. Auch von Waffen, anlegen, ἕσ σαντο νώροπα χαλκόν, τεύχεα ἑσσαμένω, Il. 14, 383. 23, 803; auch ἀσπίδας ἑσσάμενοι, sich mit den Schilden bedeckend, 11, 372. Uebh. sich mit Etwas umhüllen, umgeben, νεφέλην ἕσσαντο, sie umhüllten sich mit einer Wolke, Il. 14, 350; ἠέρα, Finsterniß, dicken Nebel um sich hüllen, 14, 282, wie Hes. O. 124; ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Soph. O. C. 1698; übertr., Ποσειδάωνος ἕσσαντ' εἰναλίου τέμενος, sie traten in den Hain, Pind. P. 4, 204. – In anderer Uebertragung φρεσὶν εἱ μένος ἀλκήν, mit Muth angethan, Il. 20, 381. – In Prosa ist nur das comp. ἀμφιέννυμι gebräuchlich.
-
10 ἀμφιέννυμι
ἀμφι-έννυμι, anziehen, Kleider u. dgl; absolut angekleidet, beschuht -
11 ἀπαμφιέννυμι
-
12 ἐπαμφιέννῡμι
ἐπ-αμφι-έννῡμι, u. ἐπ-αμφίσκω, dazu, darüber anziehen -
13 καταμφιέννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι, umkleiden, umgeben -
14 μεταμφιέννυμι,
μετ-αμφι-έννυμι, u. μετ-αμφιάζω, umziehen, ein anderes Kleid anziehen; μεταμφιέσασϑαι τὴν Ῥωμαίων στολήν, sein Kleid aus- und das römische anziehen -
15 μεταμφιάζω
μετ-αμφι-έννυμι, u. μετ-αμφιάζω, umziehen, ein anderes Kleid anziehen; μεταμφιέσασϑαι τὴν Ῥωμαίων στολήν, sein Kleid aus- und das römische anziehen -
16 περιαμφιέννῡμι
περι-αμφι-έννῡμι, von allen Seiten her umkleiden, umgeben -
17 προςαμφιέννῡμι
προς-αμφι-έννῡμι, noch dazu od. darüber anziehen -
18 ὑπαμφιέννῡμι
См. также в других словарях:
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιέννυμι — ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α) 1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, τού φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω 2. μέσ. ντύνομαι, φορώ 3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἕννυμι, ἑννύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επαμφιέννυμι — ἐπαμφιέννυμι (AM) ντύνω, επενδύω, καλύπτω, σκεπάζω («ἐπημφιεσμένος πτίλον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφι έννυμι «ενδύω»] … Dictionary of Greek