-
1 ἀμφι-καλύπτω
ἀμφι-καλύπτω, 1) rings verhüllen, verdecken, εἵματα, τά τ' αὶδῶ ἀμφικαλύπτει Il. 2, 262; σορὸς ὀστέα, der Sarg die Gebeine, 23, 91; δόμος ἀμφεκάλυψέ με, das Haus hatte mich aufgenommen, Od. 4, 618; πόλις ἵππον δουράτεον 8, 511; mit doppeltem acc., ἔρως ἀμφεκ. με φρένας Il. 3, 442; 5, 68 ϑάνατος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν, 1 l, 356 ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψεν, 16, 350 ϑανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν, 20, 417 νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη; μοῖρά μιν ἐγχεϊ, ließ ihn sterben durch die Lanze, 12, 116; ὕπνος βλέφαρα ἀμφικαλύψας Od. 5, 493. – 2) τινί τι, Jemandem etwas umhüllen, ihn womit bedecken, Iliad. 14, 343 τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω; 17, 132 ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σἀκος εὐρὺ καλὁψας; καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψεν Il. 8, 331, er hielt ihm den Schild zum Schutze vor; ἀμφὶ δὲ νύκτα – ἐκάλυψε μάχῃ, er hüllte Nacht um die Schlacht, 5, 506; mit doppeltem dat. μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι, ein Gebirge um ihre Stadt zjehen, Od. 13, 158; – sp. D. sagen auch τί τινι, etwas womit bedecken, Opp. H. 1, 746. 4, 146; Qu. Sm. 14, 552; Nonn. öfter.
-
2 κατ-αμφι-καλύπτω
κατ-αμφι-καλύπτω, = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.
-
3 καλύπτω
καλύπτω, umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Il. 5, 23; 13, 425 τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, tödten; παρδαλέῃ μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν 10, 29; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfaßte den Stein, 16, 735; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος ϑανάτοιο κάλυψεν ὀφϑαλμούς, verhüllte ihm die Augen, 16, 502; κρατερὸν δέ ἑ πένϑος ὀφϑαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen, 11, 249; ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17, 591 Od. 24, 315; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Il. 4, 461, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφϑαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13, 580, vom Tode. Auch τινί τι, über Einen Etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καϑύπερϑε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken, Il. 21, 321, πρόσϑε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν 5, 315; πρόσϑεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψεν 22, 313; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17, 132, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. – Pass., κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ Od. 1, 443; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Il. 24, 163; ἀσπίδι κεκαλ. εὐρέας ὤμους 16, 360. – Med., sich bedecken, κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερϑε καλύψατο Il. 14, 184; absol., Od. 10, 53. – So auch bei den Folgdn; χϑονὶ γυῖα Pind. N. 8, 28; ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον Ol. 5, 16; χϑονὶ κάλυψον Aesch. Prom. 583; Ταρτάρου κευϑμὼν καλύπτει Κρόνον 220; δνόφοι καλύπτουσι δόμους Ch. 51; φάρει καλύψω Soph. Ai. 899; τάφῳ καλύψαι, begraben, Ant. 28; übertr., verhehlen, verheimlichen, μή τι κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ ϑυμουμένῃ 1239; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich, O. R. 1411; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀϑήνας O. C. 283, erniedrigen, ins Unglück stürzen; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς ϑανόντας Eur. Hel. 1072; νεκρὸν γῇ Phoen. 1672; σιγῇ, verschweigen, Hipp. 712. – Selten in Prosa, Xen. Equ. 12, 5 u. einzeln bei Sp., wie Plut. Nic. 1. Gebräuchlicher sind die compp.
-
4 καλύπτω
καλύπτω, umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, töten; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfasste den Stein; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος ϑανάτοιο κάλυψεν ὀφϑαλμούς, verhüllte ihm die Augen; κρατερὸν δέ ἑ πένϑος ὀφϑαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφϑαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν, vom Tode. Auch τινί τι, über einen etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καϑύπερϑε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. Med., sich bedecken; τάφῳ καλύψαι, begraben; übertr., verhehlen, verheimlichen; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀϑήνας, erniedrigen, ins Unglück stürzen; σιγῇ, verschweigen -
5 ἀμφικαλύπτω
ἀμφι-καλύπτω, (1) rings verhüllen, verdecken. (2) j-m etwas umhüllen, ihn womit bedecken; etwas womit bedecken
См. также в других словарях:
αμφικαλύπτω — ἀμφικαλύπτω (Α) [καλύπτω] Ι. (με αιτ.) ἀμφικαλύπτω τι ἢτινά 1. περιτυλίσσω, περικαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω τελείως, συσκοτίζω «ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε» (Όμ. Γ 442), ο πόθος μού θόλωσε τον νού 3. (για κύμα) κατακαλύπτω, κατακλύζω ΙΙ. (με αιτ. και… … Dictionary of Greek
περιπυκάζω — Α 1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, καλύπτω πυκνά 2. (μέσ. και παθ.) περιπυκάζομαι έχω πυκνό, παχύ κάλυμμα («περιπυκάζεσθαι τὰς τρίχας ἀμφὶ τὸ σῶμα», Κτησ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυκάζω «καλύπτω»] … Dictionary of Greek
αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] … Dictionary of Greek
επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… … Dictionary of Greek
επαμφιέννυμι — ἐπαμφιέννυμι (AM) ντύνω, επενδύω, καλύπτω, σκεπάζω («ἐπημφιεσμένος πτίλον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφι έννυμι «ενδύω»] … Dictionary of Greek
ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… … Dictionary of Greek