-
21 προςαμφιέννῡμι
προς-αμφι-έννῡμι, noch dazu od. darüber anziehen -
22 ὑπαμφιέννῡμι
-
23 ἑανός
A fine, of fabrics and materials for wearing, ἑᾱνῷ λιτί with fine linen, Il.18.352, 23.254;πέπλος ἑᾱνός 5.734
, 8.385; ἑᾱνοῦ κασσιτέροιο tin beaten out fine, 18.613;ἱμάτιον Sapph.
(?)122.II as Subst., [full] ἑᾰνός, ὁ, fine robe, once in nom.,ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑᾰνὸς τρέμε Il.21.507
;νεκταρέου ἑᾰνοῦ 3.385
; ἑᾰνῷ ἀργῆτι φαεινῷ ib. 419; ἀμβρόσιον ἑᾰνόν (acc.) 14.178;ἑᾰνῶν πτύχας ἱμεροέντων h.Cer. 176
;λεπταλέῳ ἑᾰνῷ A.R.4.169
;ἑανοῖς χρυσειδέσι Hymn.Is.109
; also with the first syll. long,εἱᾰνοῦ ἁπτομένη Il.16.9
; cf. ἴανον.2 sail,λῦε ἑᾰνοῦ πτέρυγας Lyr.Alex.Adesp.20.9
. [Hom. always makes [pron. full] ᾱ in the Adj., [pron. full] ᾰ in the Subst.; but later poets use [pron. full] ᾱ or [pron. full] ᾰ, as suits the metre, as Orph.A. 877, 1223.] (Cf. ἕννυμι (q.v.); the Subst. has the digamma, Il.14.178, 21.507, whereas the Adj. has not, 18.352, 613, 23.254.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιέννυμι — ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α) 1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, τού φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω 2. μέσ. ντύνομαι, φορώ 3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἕννυμι, ἑννύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επαμφιέννυμι — ἐπαμφιέννυμι (AM) ντύνω, επενδύω, καλύπτω, σκεπάζω («ἐπημφιεσμένος πτίλον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφι έννυμι «ενδύω»] … Dictionary of Greek