-
1 αμφιδρυφος
См. также в других словарях:
αμφίδρυφος — ἀμφίδρυφος, ον (Α) ο αμφιδρυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»] … Dictionary of Greek
1 αμφιδρυφος
αμφίδρυφος — ἀμφίδρυφος, ον (Α) ο αμφιδρυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»] … Dictionary of Greek