-
1 αμφιεσμα
-
2 αμφιασμα
См. также в других словарях:
αμφίεσμα — ἀμφίεσμα, το (Α) [ἀμφιέννυμι] 1. ενδυμασία, φόρεμα 2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός … Dictionary of Greek
ἀμφίεσμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίεσμ' — ἀμφίεσμα , ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιεσμάτων — ἀμφίεσμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσμασι — ἀμφίεσμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσμασιν — ἀμφίεσμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματα — ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματι — ἀμφίεσμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματος — ἀμφίεσμα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek
MONASTRIA — eadem cum Moniali. Hae, ut et Monachi, etiam pallium habuêre, nec muliebre quidem, sed virile, quod tamen prohibuerat XIII. Canon Gangrensis Synodi, his verbis: Εἴτις γυνὴ δὶ νομιζομένην ἄσκησιν μεταβάλλοιτο ἀμφίεσμα, καὶ ἀντὶ τοῦ ἐιωθότος… … Hofmann J. Lexicon universale