-
1 αμφίβληστρ'
-
2 ἀμφίβληστρ'
-
3 ἀμφιβληστρευτική
A net-fishery, Poll.7.139.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβληστρευτική
-
4 ἀμφιβληστρεύω
A catch with a nct, Aq.Is.51.20 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβληστρεύω
-
5 ἀμφιβληστρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβληστρικός
-
6 ἀμφιβληστροειδής
ἀμφιβληστρ-οειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβληστροειδής
-
7 ἀμφίβληστρον
ἀμφίβληστρ-ον, τό,A anything thrown round:1 casting-net, Hes.Sc. 215, Hdt.1.141, 2.95;ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Men.27
, cf. Stratt.7, Epil.1, Ph.Bel.95, Ev.Matt.4.18.b metaph., of the garment thrown like a net over Agamemnon, A.Ag. 1382, Ch. 492; of the shirt of Nessus,Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀ. S.Tr. 1052
; ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη rags thrown around body, E.Hel. 1079.2 fetter, bond, A.Pr.81.3 of encircling walls,ἀμφίβληστρα τοίχων E.IT96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίβληστρον
См. также в других словарях:
ἀμφίβληστρ' — ἀμφίβληστρα , ἀμφίβληστρον anything thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek