-
1 αμυδις
-
2 θυνω
(ῡ) [θύω II] (только praes. и эп. impf. θῦνον)( бешено) бросаться, устремляться (διὰ προμάχων или ἐν προμάχοισιν ἂμ πεδίον Hom.)
; проноситься вихрем(κατὰ μέγαρον Hom.; ἀν΄ ὄρος Anth.)
Τρώων κλαγγέ θυνόντων ἄμυδις Hom. — крик сразу сбежавшихся троянцев;οἱ βασιλῆες θῦνον κρίνοντες Hom. — (ахейские) цари бросились строить (войска в боевой порядок);οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Hom. — (сражающиеся) набрасывались друг на друга словно волки;ἐπ΄ ἄλλοτ΄ ἄλλον λόγον θ. Pind. — быстро переходить от одного повествования к другому
См. также в других словарях:
ἅμυδις — ἄμυδις , ἄμυδις together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά … Dictionary of Greek
ἄμυδις — together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… … Dictionary of Greek