-
1 αμυγδάλη
ἀμυγδάληalmond: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀμυγδάληalmond: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 αμυγδαλή
ἀμύγδαλοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀμύγδαλοςfem dat sg (attic epic ionic) -
3 ἀμυγδἀλη
ἀμυγδἀλη, ἡ, die Mandel (die gewöhnlichste Form des Wortes, Ath. II, 39, Ἀρίσταρχος καὶ τὸν καρπὸν καὶ τὸ δένδρον προφέρεται αατ' ὀξεῖαν τάσιν).
-
4 αμυγδαλη
-
5 ἀμυγδἀλη
-
6 ἀμυγδάλη
Grammatical information: f.Meaning: `almond' (Hp.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A typical substr. word (note - γδ- which interchanges with - σγ-), which is confirmed by the identification with ἀμιχθαλόεσσα etc. (s.v.); on the interchange see Beekes Pre-Gr. Fur. 140 further compares μύκηρος (s.v.) and Hitt. mitgaimi `sweet bread, Luw. id `sweet(ened)'. A loan is Lat. amygdala, also amiddula, amyndala, amandula, from where OHG mandala.Page in Frisk: 1,96Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμυγδάλη
-
7 αμυγδαλή
I η см. αμυγδαλήαμυγδαλή2II η αμυγδαλιά -
8 ἀμυγδαλῆ
Βλ. λ. αμυγδαλή -
9 ἀμυγδαλῇ
Βλ. λ. αμυγδαλή -
10 ἀμυγδάλη
Βλ. λ. αμυγδάλη -
11 ἀμυγδάλῃ
Βλ. λ. αμυγδάλη -
12 ἀμυγδαλη
ἀμυγδαλἐα, ἀμυγδαλη, der Mandelbaum -
13 αμυγδάλη
η анат. миндалевидная железа, миндалина, гланда -
14 αμυγδαλή
[амигдали] ουσ. Θ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμυγδαλή
-
15 αμυγδαλή
[амигдали] ουσ θ (ανατ) миндалевидная желе. -
16 ἀμυγδάλη
ἀμυγδᾰλ-η, ἡ,A almond, Phryn.Com.68, Hp.Vict.2.55, Thphr.HP1.11.3, Dsc.1.123, Ath.2.52c.II kernel of peach-stone, Gp.10.14.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυγδάλη
-
17 αμυγδαλή
migdał (m) rzecz. -
18 αμυγδαλή
tonsilΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμυγδαλή
-
19 tonsil
αμυγδαλή -
20 amygdala
amygdala, ae, f., I) (ἀμυγδάλη), die Mandel, der Mandelkern, amygdala nux, Plin.: amygdalae amarae, Plin. – II) (ἀμυγδαλη) der Mandelbaum, Scriptt. r.r. u. Plin. – Dav.: a) amygdaleus, a, um (ἀμυγδαλέος), vom Mandelbaume, ramus, Pallad. de insit. 157. – b) amygdalinus, a, um (ἀμυγδάλινος), vom Mandelbaume, aus od. von Mandeln, nux, Ser. Samm. 463: virgae, Vulg. gen. 30, 37: pruna, durch Okulieren der Pflaumenreiser auf Mandelstämme gewonnene, Plin. 15, 42: oleum, Plin. 15, 26. – Vgl. amygdalum.
См. также в других словарях:
αμυγδαλή, η — και συνηθέστ. στον πληθ., αμυγδαλές οι αδένες που βρίσκονται στη βάση του ουρανίσκου και οι οποίοι μοιάζουν με αμύγδαλο: Το παιδί υποφέρει από τις αμυγδαλές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμυγδάλη — almond fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδάλῃ — ἀμυγδάλη almond fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλή — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek
αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek
ἀμυγδαλῆ — ἀμύγδαλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδαλῇ — ἀμύγδαλος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάτω Αμυγδαλή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 452 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 37 χλμ. Α της πόλης της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας … Dictionary of Greek
ἀμυγδαλῶν — ἀμυγδάλη almond fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδάλαις — ἀμυγδάλη almond fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυγδάλην — ἀμυγδάλη almond fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)