-
1 μαζα
μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка -
2 μαζα...
μᾶζα...μάζα, μᾶζαἥ1) тесто Her.2) лепешка, ячменный хлеб(μᾶζαι καὴ ἄρτοι Plat.)
μ. ἀμολγαίη Hes. — молочный хлеб, сдобная лепешка
См. также в других словарях:
ἀμολγαίη — ἀμολγαί̱η , ἀμολγαῖος made with milk fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek