-
1 αμειβω
(aor. ἤμειψα - дор. ἄμειψα с ᾱμ; aor. med. ἠμειψάμην и ἠμείφθην; aor. pass. ἠμείφθην)1) тж. med. менять(ся), обменивать(τί τινος Hom., Plut. и τι ἀντί τινος Pind., Eur.)
πρός τινά τι ἀ. τινος Hom. — выменивать у кого-л. что-л. на что-л.;ἀμείψασθαί τι πρὸς νόμισμα Plut. — вернуть что-л. в обмен на деньги;ἀ. χρῶτα πορφυρᾷ βαφῇ Aesch. — принимать пурпурную окраску;μορφέν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν Eur. — сменив внешность бога на человеческую;ἀμεῖψαί τινα ἀντὴ τῆς ψυχῆς ἑαυτοῦ Eur. — спасти кого-л. ценой своей жизни2) сменять, чередоватьὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀ. Hom. — медленно передвигать ноги;преимущ. med. — чередоваться, сменяться, перемежаться:ἀ. τι διαδοχαῖς χεροῖν Eur. — передавать что-л. из рук в руки;ἀμείβει καινὸν ἐκ καινῶν τόδε Eur. — вот новое событие приходит на смену недавним;ἐν ἀμείβοντι (sc. χρόνῳ) Pind. — попеременно, чередуясь;οἱ ἀμείβοντες (sc. δοκοί или στρωτῆρες) Hom. — кровельные стропила;ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Hom. — они посменно несли стражу;ἀμειβόμενος προσηύδα Hom. — он, в свою очередь, сказал (ср. 5)3) воздавать, отплачивать(τινά τινι Hom., реже τινί τι Eur. и τινά τινος Luc.)
εὖ τινα δώροισιν ἀμείψασθαι Hom. — вознаградить кого-л. богатыми дарами;ἀμείψεται φόνον φόνος Eur. — убийство будет возмездием за убийство;χάριν τινὴ ἀμεῖψαι Aesch. — отблагодарить кого-л.;εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν ἀμείβεσθαι Xen. — достойно отблагодарить за благодеяния;πολλοῖσι κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο Eur. — многие поплатились за преступную корысть;δίδυμα παλίμποινα ἀμεῖψαι Aesch. — возместить в двойном размереβίοτον ἀμεῖψαι (v. l. ἀμείψασθαι) Aesch. — прожить жизнь5) med. отвечать, возражать(τινα Hom., Eur.)
χαλεποῖσιν ἀμείβεσθαι ἐπέεσσιν или μύθοισιν Hom. — обмениваться сердитыми речами, перебраниваться;
См. также в других словарях:
αμείβοντες — οι βλ. αμείβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείβοντες — ἀμείβω change pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
συγκύπτης — ὁ, Α [συγκύπτω] 1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός 2. στον πληθ. οἱ συγκύπται επικλινείς δοκοί της στέγης μιας κατασκευής σε σχήμα Λ, οι αμείβοντες … Dictionary of Greek
τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] … Dictionary of Greek
αμείβω — άμειψα, αμείφτηκα 1. ανταμείβω, βραβεύω: Για τις υπηρεσίες του αυτές δεν αμείφτηκε. 2. η μτχ. ενεστ. στον πληθ., οι αμείβοντες σημαίνει δύο δοκάρια που έχουν συνδεθεί σε σχήμα Λ και τα οποία, στερεωμένα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμεύουν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)