-
1 αμετάτρεπτον
ἀμετάστροφοςnot to be turned round: masc /fem acc sgἀμετάστροφοςnot to be turned round: neut nom /voc /acc sgἀμετάτρεπτοςmasc /fem acc sgἀμετάτρεπτοςneut nom /voc /acc sg -
2 ἀμετάτρεπτον
ἀμετάστροφοςnot to be turned round: masc /fem acc sgἀμετάστροφοςnot to be turned round: neut nom /voc /acc sgἀμετάτρεπτοςmasc /fem acc sgἀμετάτρεπτοςneut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀμετάτρεπτον — ἀμετάστροφος not to be turned round masc/fem acc sg ἀμετάστροφος not to be turned round neut nom/voc/acc sg ἀμετάτρεπτος masc/fem acc sg ἀμετάτρεπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek