-
1 ἀμεταμέλητα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμεταμέλητα
См. также в других словарях:
ἀμεταμέλητα — ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)