-
1 Αμείλιχος
-
2 Ἀμείλιχος
-
3 αμείλιχος
-
4 ἀμείλιχος
-
5 ἀμείλιχος
1 implacableχειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12
τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8
-
6 αμειλιχος
-
7 ἀμείλιχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμείλιχος
-
8 ἀμείλιχος
ἀμείλ-ῐχος, ον,A implacable, relentless,Ἀΐδης Il.9.158
; ἦτορ ib. 572;βία Sol.32
; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form [full] ἀμειλίχιος occurs in Adv.- ίως Epigr.Gr.313
([place name] Smyrna).II of things, unmitigated, ;ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461
([place name] Massilia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμείλιχος
-
9 ἀμείλιχος
ἀ-μείλιχος, nicht sanft; rauh, hart, grausam -
10 αμείλιχον
-
11 ἀμείλιχον
-
12 ἀ-μείλιχος
-
13 ἀ-δάμαστος
ἀ-δάμαστος, ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 ( ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.
-
14 Αμειλίχου
-
15 Ἀμειλίχου
-
16 Αμειλίχων
-
17 Ἀμειλίχων
-
18 Αμείλιχε
-
19 Ἀμείλιχε
-
20 Αμείλιχοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμείλιχος — ἀμείλιχος, ον (Α) [μειλίσσω] 1. αδυσώπητος, αμείλικτος 2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος … Dictionary of Greek
Ἀμείλιχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχος — implacable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχον — ἀμείλιχος implacable masc/fem acc sg ἀμείλιχος implacable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμειλίχου — Ἀμείλιχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίχου — ἀμείλιχος implacable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμειλίχων — Ἀμείλιχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίχων — ἀμείλιχος implacable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχα — ἀμείλιχος implacable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμείλιχε — Ἀμείλιχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχε — ἀμείλιχος implacable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)