-
21 πλεοναζω
(pf. πεπλεόναχα или πεπλεόνακα)1) быть чрезмернымὃ μήτε πλεονάζει, μήτε ἐλλείπει Arst. — (серединой называется) то, что не является ни избыточным, ни недостаточным
2) иметь в избытке, изобиловать(τινός Arst.)
3) ( об уродствах) иметь лишнее число членов(π. καὴ κολοβὰ γίγνεσθαι Arst.)
4) выступать из берегов, разливаться(πλεονάσας ὅ Νεῖλος Plut.)
5) приходить во множестве или часто6) приумножаться(ἐπλεόνασεν ἥ ἁμαρτία NT.)
7) преисполнять(τινὰ ἀγαπῇ NT.)
8) выходить за пределы разумного, предъявлять непомерные требования Dem., Isocr.9) становиться высокомерным, зазнаваться(τῇ εὐτυχίᾳ Thuc.)
10) преувеличиватьνομίζειν τι πλεονάζεσθαι Thuc. — считать что-л. преувеличенным
11) грам. вставлять ненужные слова, употреблять плеонастически12) грам. быть плеонастичным -
22 πταισμα
-
23 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
24 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
25 ἀγνόημα
грех по неведению, заблуждение; син. ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (מִשְׂגֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγνόημα
-
26 ἁμάρτημα
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок; син. ἀγνόημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (חַטָּאָה), (עָוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
27 ἀνομία
беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, (παρανομία); LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע), (תּוֹעבָה), (רשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνομία
-
28 ἥττημα
оскудение, упадок, понижение; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, παράβασις, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἥττημα
-
29 παράβασις
преступление, нарушение (закона), проступок; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράβασις
-
30 παρακοή
непослушание; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, (παρανομία).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακοή
-
31 παρανομία
преступление закона, беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρανομία
-
32 ἀμάρτημα
ἡ ἀμαρτία / τὸ ἀμάρτημα, ατος погрешность, ошибка; проступок -
33 ακούσιος
-
34 απολυτρώνω
απολυτρώνω ρ. μετβ.избавлять, освобождать, спасать:ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να απολυτρώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία — Христос пришел в мир, чтобы освободить людей от греха
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απολυτρώνω
-
35 λυτρώνω
λυτρώνω ρ. μετβ.избавлять, освобождать, спасать: -
36 προπατορικός
προπατορικός, -ή, -όпраотеческий:προπατορικό αμάρτημα το — праотеческий, первородный грех, см. αμαρτία
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προπατορικός
-
37 Αργία μήτηρ εστί κακίας
Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας– Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία• Безделье – мать всех пороковИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας• Безделье – мать всех золИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργία μήτηρ εστί κακίας
-
38 Αργία μήτηρ πάσης κακίας
Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας– Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία• Безделье – мать всех пороковИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Безделье – мать всех золИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργία μήτηρ πάσης κακίας
-
39 51
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 51
-
40 ἀγνόημα
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγνόημα
См. также в других словарях:
ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)