-
1 αλυκή
η соляные разработки -
2 αλυκή
[алнки] ουσ θ солончак. -
3 Αλάτι πάω στην αλυκή
– Αλάτι πάω στην αλυκή• Со своим самоваром в Тулу не ездятИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλάτι πάω στην αλυκή
-
4 αλατοπηγείο(ν)
το см. αλυκή -
5 αλατοπηγείο(ν)
το см. αλυκή -
6 αλατοπήγιο(ν)
το см. αλυκή -
7 αλατοπήγιο(ν)
το см. αλυκή -
8 αλική
η см. αλυκή -
9 Κομίζω γλαύκα εις Αθήνας
– Αλάτι πάω στην αλυκή• Со своим самоваром в Тулу не ездятИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κομίζω γλαύκα εις Αθήνας
См. также в других словарях:
ἁλύκη — ἀλύκη , ἀλύκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκή — Βλ. λ. αλάτι. * * * η ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση τού θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός*. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη… … Dictionary of Greek
αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* … Dictionary of Greek
αλυκή — η έκταση στην παραλία κατάλληλα διασκευασμένη στην οποία, με εξάτμιση του θαλασσινού νερού, φτιάχνεται αλάτι: Στη χώρα μας έχουμε αρκετές αλυκές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλυκῇ — ἁλυκός salt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκή — ἁλυκός salt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκην — ἀλύκη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκην , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύκης — ἀλύκη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκης , ἀλύζω socket for plup ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) … Deutsch Wikipedia
Mudros — Gemeinde Moudros Δήμος Μούδρου (Μούδρος) DEC … Deutsch Wikipedia