-
61 ἀλλοιότερα
-
62 αλλοιότεραι
-
63 ἀλλοιότεραι
-
64 αλλοιότεροι
-
65 ἀλλοιότεροι
-
66 αλλοιότερος
-
67 ἀλλοιότερος
-
68 αλλοίαις
-
69 ἀλλοίαις
-
70 αλλοίαν
-
71 ἀλλοίαν
-
72 αλλοίην
-
73 ἀλλοίην
-
74 αλλοίης
-
75 ἀλλοίης
-
76 αλλοίησι
-
77 ἀλλοίῃσι
-
78 αλλοίοις
-
79 ἀλλοίοις
-
80 αλλοίοισι
См. также в других словарях:
ἅλλοι — ἄλλοι , ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἇλλοι — ἄλλοι , ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοί — αντί αλί* (επιφών) αλίμονο … Dictionary of Greek
ἀλλοί — ἀνά λόω lǎvo pres subj mp 2nd sg ἀνά λόω lǎvo pres ind mp 2nd sg ἀνά λόω lǎvo pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοι — ἄλλος y masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιότερον — ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort adverbial comp ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort masc acc comp sg ἀλλοῑότερον , ἀλλοῖος of another sort neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιοτέρα — ἀλλοῑοτέρᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc/acc comp dual ἀλλοῑοτέρᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιοτέρας — ἀλλοῑοτέρᾱς , ἀλλοῖος of another sort fem acc comp pl ἀλλοῑοτέρᾱς , ἀλλοῖος of another sort fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιοτέρων — ἀλλοῑοτέρων , ἀλλοῖος of another sort fem gen comp pl ἀλλοῑοτέρων , ἀλλοῖος of another sort masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιοτέρως — ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort adverbial comp ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοία — ἀλλοί̱ᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc/acc dual ἀλλοί̱ᾱ , ἀλλοῖος of another sort fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)