-
81 μεταλλαγη
дор. μεταλλᾰγά ἥ1) смена, перемена или переход(εἰς ἄλληλα Plat.)
ἐν μεταλλαγῇ Soph. — путем перемены, взамен;ὅτι ἥ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μ. εἴη Xen. — (коринфяне ответили), что такой союз был бы не миром, а новой войной2) подмена, смешение(τῶν ἐπιστημῶν Plat.)
3) прекращение, конец(δακρύων, συντυχίας Eur.)
μ. τῇς ἡμέρης Her. — солнечное затмение;μ. τοῦ βίου Plut. — кончина, смерть -
82 ξυναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
83 παραλλαγη
ἥ1) смена, чередование(φρυκτωριῶν τε καὴ πυρός Aesch.)
2) изменение(π. ἢ τροπή NT.)
3) замещение, замена, подмена(διανοίας πρὸς αἴσθησιν Plat.)
4) различие, разницаμεγάλην ἔχειν παραλλαγήν τινι Diod. — сильно отличаться от чего-л.
-
84 συναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
85 υπαλλαγη
ἥ1) заменаἑλέσθαι τι ὑπαλλαγάς τινος Eur. — выбрать что-л. взамен чего-л.
2) рит. гипаллага ( разновидность метонимии) -
86 видоизменение
1. (действие) η τροποποίησηη μεταβολήη μετατροπήη αλλαγή2. (разновидность чего-л.) η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменение
-
87 деривация
1. (процесс) η εκτροπή, η απόκλιση, η αλλαγή της κατεύθυνσης 2. (сово-купность сооружений) η εγκατάσταση/το σύστημα της παροχέτευσηςнапорная - υπό πίεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деривация
-
88 замена
η αντικατάστασ/η, η αλλαγή, η υποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замена
-
89 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
90 изменяемость
το μεταβλητό, η μεταβλητότητα, η αλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменяемость
-
91 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
92 переадресация
вчт. η αλλαγή διεύθυνσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переадресация
-
93 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
94 переделка
η αλλαγή, η μεταποίηση, η τροποποίηση, η επιδιόρθωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переделка
-
95 переквалификация
η αλλαγή ειδίκευσης, η μετεκπαίδευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переквалификация
-
96 переключение
η αλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переключение
-
97 перекомпоновка
η αλλαγή διαμόρφωσης, η επανατοποθέτηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекомпоновка
-
98 перемена
1. (замена, смена одного другим, изменение) η μεταβολή, η μετατροπή, η αλλαγή 2. (перерыв между уроками) το διάλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемена
-
99 пересадка
1. (с одного места на другое) η αλλαγή θέσης, η μετάθεση, η μεταφορά 2. (с одного вида транспорта на другой) η μετεπιβίβασ/ηбез - ок χωρίς στάσεις, δίχως - εις3. (растений) η μεταφύτευση 4. мед. η μεταμόσχευσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересадка
-
100 пересменка
η αλλαγή βάρδιας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересменка
См. также в других словарях:
ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)