-
1 ἀλέξω (ἈΛΚ
ἀλέξω (ἈΛΚ) fut. ἀλεξήσω Hom. Iliad. 9, 251. 6, 109; aber Soph. O. R. 534 entspricht ἀλεξοίμην dem γνωρισοίμην. ist also fut., was auch ἀλέξεται 171 sein kann; auch Xen. An. 7, 7, 3 hat Krüger für ἀλεξησόμεϑα nach mss. ἀλεξόμεϑα aufgenommen, was dem vorhergehenden ἐπιτρέψομεν entspricht; aor. I. ἀλεξήσειε Od. 3, 346, Theocr. 5, 346, ἀλεξῆσαι Opp. H. 5, 626, ἀλεξήσας Apollod. 3, 12, 5; aor. II. ἤλαλκον; med. ἀλεξήσομαι, ἠλεξάμην; poet. Wort, in att. Prosa nur Xen.; – beistehen, τινί Il. 6, 109, ἀλλήλοις 3, 9; Xen. Cyr. 4, 3, 2; τινί τι, jemandem gegen etwas, ihm etwas abwehren, ἀλλήλοις φόνον Il. 17, 365, νήεσσι πῠρ 9, 347; τινός τι, Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il. 21, 539; ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ, von deinem Haupte, Od. 10, 288; mit dem bloßen acc. abhalten, abwenden, πόλεμόν περ ἀλαλκών. 9, 605, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od. 3, 346; Pind. ὕβριν ἀλέξειν, nach Böckh, Ol. 13, 9; abs., helfen, Il. 1, 590; abwehren, 11, 469. – Das med., sich wehren, absolut Iliad. 15, 565 οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασϑαι μενέαινον; gegen Jem., τινά, ihn von sich abwehren, Od. 9, 57 ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας, Iliad. 13, 475 ἀλέξασϑαι κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας; Her. 7, 207; πολεμίους Xen. An. 7. 7, 2, ἐχϑρὸν ἀλέξασϑαι 1, 3, 6; abwenden, τὰ κακὰ ἀλεξόμεϑα, entspr. τῶν ἀγαϑῶν ἀπολαύομεν, Mem. 4, 3, 11; absol. Her. 2, 63; Xen. Cyr. 1, 5, 13; An. 1, 9, 11 καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος; τινί, beistehen, Soph. O. R. 171 vgl. 539; περί τινι u. τινος Ap. Rh. 4, 551. 1487.
-
2 ἀλέξω (ἈΛΚ)
ἀλέξω (ἈΛΚ) beistehen; j-m gegen etwas, ihm etwas abwehren; mit dem bloßen acc. abhalten, abwenden; abs., helfen; abwehren. sich wehren, absolut; gegen j-n., ihn von sich abwehren; abwenden; absol. beistehen -
3 ἀλκυών
ἀλκυών, όνος, ἡ, att. ἁλκ., der Meereisvogel, alcedo hispida, Arist. H. A. 5, 8; Theocr. 7, 57. Den Mythus der Verwandlung dieses Vogels hat Apollod. 1, 7, 4; Luc. Halc. 1 (nach gew. Abl. von ἅλς u. κύω). Uebtr., Sängerin, bes. klagende, Ant. Sid. 50; Antip. Th. 32 (IX, 151. 567); sogar das Webschiff, ἱστῶν Παλλάδος ἀλκ. Ant. Sid. 26 (VI, 160).
-
4 ἀλκυονίδες
ἀλκυονίδες, αἱ, att. ἁλκ., sc. ἡμέραι, die vierzehn Wintertage, während welcher der Eisvogel sein Nest baut, um welche Zeit das Meer ohne Stürme ist, Ar. Av. 1594, daher Symbol tiefer Ruhe; vgl. Arist. H. A. 5; Alciphr. 1, 1 u. Schol. Ar. Ran. 1305, wo sie ἁλκυονίτιδες ἡμέραι heißen.
См. также в других словарях:
АЛК- — •Άλκ , см. Ale … Реальный словарь классических древностей
ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… … Dictionary of Greek
Ēlend (1), das — 1. Das Ēlend, oder Ēlendthier, des es, plur. die e, ein zweyhufiges vierfüßiges Thier, mit einem breiten, flach gedruckten schaufeligen Geweihe, welches dicker und stärker als ein Hirsch ist, sehr schnell laufen kann, und in den nordischen… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… … Hofmann J. Lexicon universale
αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… … Dictionary of Greek
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] … Dictionary of Greek
αλκί — ἀλκί (Α) ποιητικός τύπος δοτικής τού αλκή κατά μεταπλασμό «ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299 έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ (βλ. και ἄλαλκε). ΠΑΡ. ἀλκή] … Dictionary of Greek
αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] … Dictionary of Greek