-
1 Αλκυονεύς
-
2 Ἀλκυονεύς
-
3 Ἀλκυονεύς
Ἀλκῠονεύς a giant slain by Herakles and Telamon ( Ἡρακλέης) σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ1Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.33 -
4 Αλκυονή
-
5 Ἀλκυονῆ
-
6 Αλκυονέως
-
7 Ἀλκυονέως
-
8 Αλκυονήα
-
9 Ἀλκυονῆα
-
10 Αλκυονήι
-
11 Ἀλκυονῆι
-
12 Αλκυονήος
-
13 Ἀλκυονῆος
-
14 Αλκυονεί
-
15 Ἀλκυονεῖ
-
16 Αλκυονεύ
-
17 Ἀλκυονεῦ
-
18 Αλκυονέα
-
19 Ἀλκυονέα
-
20 αἱρέω
1 act.a take up, take awayφιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.53
b seize, capture, overcomeἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.84
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame.) N. 4.29εἶλε δὲ Περγαμίαν I. 6.31
ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι I. 7.14
Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pae. 5.36
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).c win, gainνῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) P. 9.113ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met.,κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) P. 2.30d take, graspπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.122
—e in zeugma, overcome, winἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
2 med.a chooseἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
— [
См. также в других словарях:
Ἀλκυονεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκυονεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Γίγαντες, γιος του Ουρανού και της Γης και πατέρας των Αλκυονίδων. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής επιστρέφοντας από την Τροία και ύστερα από πρόσκληση της Αθηνάς πήγε στη Φλέγρα, όπου διεξαγόταν η σύγκρουση των… … Dictionary of Greek
Ἀλκυονῆ — Ἀλκυονεύς masc nom/voc/acc dual Ἀλκυονεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛКИОНЕЙ — • Άλκυονεύς, 1. великан, напавший на Геракла на Истме, когда тот гнал там стада Гериона, и раздавивший осколком скалы 12 повозок и 25 спутников Геракла. Затем он кинул камнем и в самого героя, но тот палицей отбросил камень назад и тем… … Реальный словарь классических древностей
Ἀλκυονεῖ — Ἀλκυονεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυονεῦ — Ἀλκυονεύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυονῆα — Ἀλκυονεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυονῆι — Ἀλκυονεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυονῆος — Ἀλκυονεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκυονέως — Ἀλκυονέω̆ς , Ἀλκυονεύς masc gen sg Ἀλκυονεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alcyoneus — or Alkyoneus (Greek: polytonic|Ἀλκυονεύς) was the eldest of the Thracian Gigantes of Greek mythology.cite encyclopedia | last = Schmitz | first = Leonhard | authorlink = | title = Alcyoneus | editor = William Smith | encyclopedia = Dictionary of… … Wikipedia