-
1 ἀποπαύω
A stop or hinder from, make to cease from,τοὺς μὲν.. εἴασαν ἐπεὶπολέμου ἀπέπαυσαν Il.11.323
;πένθεος ἀ. τινά Hdt.1.46
; (lyr.);λόγου δέ σε μακροὖ' ποπαύσω E.Supp. 639
: c.inf., hinder from doing, ἀ. τινὰ ἀλητεύειν, ὁρμηθῆναι, Od.18.114, 12.126:—[voice] Med. and [voice] Pass., leave off, cease from, c. gen.,πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν Il.1.422
, cf. 8.473;ἀοιδῆς Od.1.340
;τοῦ δάκνειν X.Cyr.7.5.62
;ἐκ καμάτων S.El. 231
(lyr.): abs., leave off, opp. ἄρχεσθαι, Thgn.2; terminate, Arat.51.2 c. acc., stop, check,νὺξ ἀπέπαυσε.. Πηλεΐωνα Il. 18.267
;Ἀλκμήνης δ' ἀ. τόκον 19.119
, al.; soἀ. κῶμον Thgn.829
; (lyr.); , etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπαύω
См. также в других словарях:
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek