-
1 αλιτρια
ἡ досл. преступность, порочность, перен. проказливость (sc. τοῦ πιθήκου Arph.) -
2 αλιτροσυνη
(ᾰῠ) ἥ Anth. = ἀλιτρία См. αλιτρια
См. также в других словарях:
ἀλιτρία — ἀλιτρίᾱ , ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc/acc dual ἀλιτρίᾱ , ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτρία — ἀλιτρία, η και ἀλίτρια (Α) [ἀλιτρός] η κατάσταση τού αμαρτωλού … Dictionary of Greek
ἀλιτρίας — ἀλιτρίᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem acc pl ἀλιτρίᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύναι — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc pl ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτρία sinfulness fem dat sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτροσύνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύναις — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl ἀλιτροσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνη — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνην — ἀλιτρία sinfulness fem acc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνης — ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνῃσι — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl (epic ionic) ἀλιτροσύνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνας — ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτροσύνη — ἀλιτροσύνη, η (Α) [ἀλιτρός] η ἀλιτρία* … Dictionary of Greek