Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκόλαστος

См. также в других словарях:

  • ἀκόλαστος — undisciplined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόλαστος — η, ο (Α ἀκόλαστος, ον) ο αχαλίνωτος, όποιος δεν δείχνει εγκράτεια (κυρίως στις σαρκικές ηδονές) νεοελλ. αυτός που δεν έχει κολαστεί, δεν έχει πει ή πράξει κάτι που τό τιμωρεί η Εκκλησία αρχ. εκείνος που δεν έχει τιμωρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ …   Dictionary of Greek

  • ακόλαστος — η, ο επίρρ. α έκφυλος, παραλυμένος φιλήδονος: Άνθρωπος ακόλαστος όπως ήταν, δεν μπορούσε να χει καλό τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκολαστότερον — ἀκόλαστος undisciplined adverbial comp ἀκόλαστος undisciplined masc acc comp sg ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολαστοτάτων — ἀκόλαστος undisciplined fem gen superl pl ἀκόλαστος undisciplined masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολαστότατα — ἀκόλαστος undisciplined adverbial superl ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολαστότατον — ἀκόλαστος undisciplined masc acc superl sg ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολάστω — ἀκόλαστος undisciplined masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκόλαστος undisciplined masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολάστως — ἀκόλαστος undisciplined adverbial ἀκόλαστος undisciplined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλαστον — ἀκόλαστος undisciplined masc/fem acc sg ἀκόλαστος undisciplined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολαστοτάτη — ἀκόλαστος undisciplined fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»