-
1 παμ-φαής
παμ-φαής, ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; ϑείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.
-
2 πολύ-σκοπος
πολύ-σκοπος, viel od. weit schauend, ἀκτὶς Ἀελίου, Pind. frg. hyporch. 4, 1.
См. также в других словарях:
παμφαής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αργείος που φιλοξένησε στο σπίτι του τους Διόσκουρους. 2. Ευγενής από την Πριήνη της Μικράς Ασίας, που επέστρεψε στον Κροίσο το δώρο που του έστειλε: ένα αμάξι φορτωμένο με ασήμι. * * * παμφαής, ές (ΑΜ) αυτός που… … Dictionary of Greek