-
1 Ακτορίς
-
2 Ἀκτορίς
-
3 Ἀκτορίς
Ἀκτορίς: an attendant of Penelope, Od. 23.228†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀκτορίς
-
4 Ακτορίδας
Ἀκτορίδᾱς, Ἀκτορίδηςmasc acc plἈκτορίδᾱς, Ἀκτορίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)Ἀκτορίςfem acc pl -
5 Ἀκτορίδας
Ἀκτορίδᾱς, Ἀκτορίδηςmasc acc plἈκτορίδᾱς, Ἀκτορίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)Ἀκτορίςfem acc pl
См. также в других словарях:
Ἀκτορίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτορίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Πιστή υπηρέτρια της Πηνελόπης, που έμεινε κοντά της στα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία. Η Α. υπηρετούσε στο ιδιαίτερο δωμάτιο της Πηνελόπης από την πρώτη ημέρα του γάμου της (Οδύσσεια, ψ) … Dictionary of Greek
Ἀκτορίδας — Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc acc pl Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀκτορίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)