-
1 ακτη
Iἥ1) мука(ἀλφίτου ἀ. Hom.)
Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν Eur. — воздерживаться от пищи, голодать2) зерно, хлеб на корню Hes.IIдор. ἀκτά ἥ1) крутой морской берег, взморье(ἀκταὴ προβλῆτες Hom.; βαθύκρημνοι ἀκταί Pind.; ἀ. ἀμφίκλυστος Soph.)
2) речной берег(Νείλου Pind.; Σιμόεντος Aesch.)
3) мыс, коса; полуостров Xen., Arst.4) возвышенность, высота(χλωρὰ ἀ. Soph.)
χώματος ἀ. Aesch. — могильный курган;βώμιος ἀ. Soph. — алтарь на возвышении
См. также в других словарях:
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek