-
21 ακράτειαν
-
22 ἀκράτειαν
-
23 ἀκρασία
A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρασία
-
24 ἀκρατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρατία
-
25 ἀκρασία
ἀκρασία, ας, ἡ (s. DELG s.v. κεράννυμι, cp. κράτο; Pre-Socr. et al.; =ἀκράτεια Phryn. 524f Lob.) lack of self-control, self-indulgence (so in X. et al.; Philo; Jos., Bell. 1, 34; SibOr 1, 35; Tat. 2:1); w. ref. to sexual activity (X., Symp. 8, 27; Diod S 3, 65, 2; 19, 33, 2 διʼ ἀκρασίαν; Musonius p. 66 H.; PsSol 4:3 ἐν ἀκρασίαις; Jos., Ant. 8, 191 τ. ἀφροδισίων ἀκ.; Tat. 8, 4; 33, 4 μοιχείαις καί ἀ. βραβεῖον; 34, 1) ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀ. ὑμῶν because of your lack of self-control (cp. Jos., C. Ap. 1, 319; 2, 244) 1 Cor 7:5; Mt 23:25 (the vv.ll. ἀκαθαρσίας, ἀδικίας, πλεονεξίας, πονηρίας do not go well w. ἁρπαγῆς, but ‘intemperance’ corresponds to the ‘cup’). Personif. as a vice Hs 9, 15, 3.—TW. Spicq. Sv.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκρατείᾳ — ἀκρατείᾱͅ , ἀκράτεια want of power fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτεια — want of power fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek
ακράτεια — η 1. το να μην μπορεί κανείς να περιορίσει τα πάθη του: Η ακράτεια αυτή τον ζημίωσε πολύ στη ζωή του. 2. (ιατρ.), ακράτεια ούρων, το να αποβάλλονται τα ούρα χωρίς τη θέλησή μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατείας — ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατείᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτειαι — ἀκράτεια want of power fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτειαν — ἀκράτεια want of power fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρακράτεια — η ιατρ. ακράτεια ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούρα + ακράτεια] … Dictionary of Greek
ἀκρατίας — ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκράτεια want of power fem gen sg (attic doric aeolic) ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem acc pl ἀκρατίᾱς , ἀκρατία absence of mixture fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Acracia — ► sustantivo femenino 1 POLÍTICA Doctrina que niega la necesidad de un poder o de una autoridad. SINÓNIMO anarquismo 2 POLÍTICA Estado social caracterizado por la ausencia de autoridad o estructura de poder. SINÓNIMO anarquía * * * acracia (del… … Enciclopedia Universal
LUXURIA — a luxu, quod proprie luxatio, ἐξάρτρωσις, inde intemperantia cupiditatum, cum sc. eae luxae s. solutae sunt, ἀσωτία, ἀκράτεια: circa victum et vestitum inprimis, proprie profusa impensa. Sic in victu, Luxuriosorum principes, ex Graecis quidem… … Hofmann J. Lexicon universale