Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀκροκώλιον

См. также в других словарях:

  • ἀκροκώλιον — extremities of body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκροκώλιον — ἀκροκώλιον , ἀκροκώλιον extremities of body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκωλίοις — ἀκροκώλιον extremities of body neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκωλίοισι — ἀκροκώλιον extremities of body neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκωλίοισιν — ἀκροκώλιον extremities of body neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκωλίου — ἀκροκώλιον extremities of body neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκωλίων — ἀκροκώλιον extremities of body neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροκώλια — ἀκροκώλιον extremities of body neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… …   Dictionary of Greek

  • ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… …   Dictionary of Greek

  • τἀκροκώλια — ἀκροκώλια , ἀκροκώλιον extremities of body neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»