-
1 ακροθίνιον
-
2 ἀκροθίνιον
-
3 ἀκροθίνιον
ᾰκροθῑνιον pl.1 best of the spoilᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ἀγλαίσας (sc. τὴν Ἀγροτέραν ἅμα θεὸν καὶ Δικτυνναν.) ?fr. 357. -
4 ἀκροθίνιον
ἀκροθίνιον, ου, τό (oft. pl. and usu. ‘topmost/best part of the heap’; hence ‘first-fruits of the field, booty’ reserved for the divinity Eumelus: Epici p. 193 K. [Fgm. 11, 1]=p. 113 B. [Fgm. 12]; Pind., N. 7, 41; Hdt. 1, 86; Thu. 1, 132, 2 al.; SIG 23; 605a 5) the general sense booty, spoils is prob. for Hb 7:4.—Renehan ’82, 17. DELG s.v. ἀκ-44. M-M. -
5 ἀκροθίνιον
ἀκρο-θίνιον [θῑ], τό, E.Ph. 282, Th.1.132, Pl.Lg. 946b; mostly pl.[suff] ἀκρο-θίνια or [suff] ἀκρό-θῑνα, Pi.N.7.41, al.: sg.[suff] ἄκρο-θις, ἡ, acc.A D 47 Rüsch (Delph., iv B. C.): ([etym.] ἄκρος, θίς):— topmost or best part of heap; hence, firstfruits of the field, booty, etc., offered to the gods, Simon.109, Hdt.1.86, 90, al., Pi.l.c., etc.;ἀ. τῆς Μαραθῶνι μάχης Michel1117
(Delph.); ἀκρόθινα πολέμου, in Pi.O.2.4, of the Olympic games, as founded from spoils taken in war, cf. ib.10(11).57.—Properly neut. Adj., A.Eu. 834 ἀκροθίνια θύη offerings of firstfruits. Post-Hom., rare in early Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροθίνιον
-
6 ακροθινίοις
-
7 ἀκροθινίοις
-
8 ακροθινίω
-
9 ἀκροθινίῳ
-
10 ακροθινίων
-
11 ἀκροθινίων
-
12 ακροθίνι'
-
13 ἀκροθίνι'
-
14 ακροθίνια
-
15 ἀκροθίνια
-
16 ακρόθινα
-
17 ἀκρόθινα
-
18 κακροθίνια
-
19 κἀκροθίνια
-
20 τακροθίνια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακροθίνιον — ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α) 1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό 2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές 3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς 4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» οι Ολυμπιακοί αγώνες … Dictionary of Greek
ἀκροθίνιον — ἀκροθ̱ίνιον , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόθινα — ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροθινιάζομαι — ἀκροθινιάζομαι (Α) [ἀκροθίνιον] διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι … Dictionary of Greek
ακρόθις — ἀκρόθις ( ινος), η (Α) το ἀκροθίνιον* … Dictionary of Greek
ακρόλειον — ἀκρόλειον, το (Α) το ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λεία] … Dictionary of Greek
θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] … Dictionary of Greek
κἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθινίοις — ἀκροθ̱ινίοις , ἀκροθίνιον topmost neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθινίων — ἀκροθ̱ινίων , ἀκροθίνιον topmost neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)