-
1 ἀκροᾱτής
-
2 ἀκροᾱτής
ἀκροᾱτής, Hörer, Zuhörer; auch der Leser -
3 παρ-ακροᾱτής
παρ-ακροᾱτής, ὁ, der Verhörende, Mißverstehende, Sp.
-
4 κλέπτω
κλέπτω, fut. κλέψω, ὅπως κλέψεις Soph. Phil. 55 (1 mss. κλέψῃς), gew. κλέψομαι, Xen. Cyr. 7, 4, 12; perf. κέκλοφα, pass. κέκλεμμαι, att. auch κέκλαμμαι, aber Ar. Vesp. 57 ist jetzt κεκλεμμένον hergestellt, wie Ath. IX, 409 c; aor. pass. ἐκλέφϑην, Eur. Or. 1597, u. ἐκλάπην, letzteres Plat., vgl. ἐξεκλάπην; – 1) stehlen, heimlicherweise, listig entwenden u. sich aneignen; bei Hom. u. Hes. noch nicht als sittlich schlecht bezeichnet, sondern wegen Schlauheit u. Gewandtheit, die sich dabei zeigt gelobt, wie Hermes selber stiehlt, Il. 24, 24; heimlich entrücken, 5, 268; Aesch. Prom. 8; Soph. Phil. 640; κλέψας ἄγαλμα Eur. Rhes. 502; ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Ar. Equ. 1149; κλέπ τεσκε ἂν περιιὼν τὰ ἐπιτήδεα Her. 2, 174; κλεφϑέντων τῶν ἀγαλμάτων 5, 84; Plat. u. Folgde; von ἁρπάζω unterschieden, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640, wie Ar. Plut. 372; von Menschen, entführen, Μήδειαν pind. P. 4, 250, vgl. Antiph. 5, 38 κλέπτουσι τοὺς μηνύοντας κἆτα ἀφανίζουσιν, heimlich über die Seite schaffen. Auch einen Ort heimlich, unbemerkt einnehmen, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 6, 9. Durch List erlangen, erschleichen, Arist. rhet. Al. 36, 2; γάμον δώροις Theocr. 22, 51. – 2) allgemeiner, betrügen, hintergehen, berücken; πάρφασις ἔκλεψε νόον, Schmeichelrede bethörte den Sinn, Il. 14, 217; Hes. Th. 613; μὴ κλέπτε νόῳ, hege nicht Trug in der Seele, Il. 1, 132; κλέπτει τέ νιν οὐ ϑεός, οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pind. P. 3, 29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύϑοις N. 7, 23; οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην Aesch. Ch. 841, ϑεοῖσι κλέπτομαι Soph. Ant. 1203, ich werde von den Göttern getäuscht; εἰ μὴ τῷ χρόνῳ κεκλέμμεϑα 677; Eur. Herc. Fur. 100, einzeln auch in Prosa, κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist. rhet. 3, 7; vgl. Aesch. 3, 99 κλέπτων τὴν. ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληϑῆ λέγοντας, vgl. §. 85; von Taschenspielern, τὰς τῶν ϑεωμένων ὄψεις δι' ὀξυχειρίαν κλέπτουσι S. Emp. adv. rhet. 39. – Her. vrbdt προβαίνει τὸ πρόσω κλεπτόμενος. er laßt sich verleiten, vorwärts zu gehen, 7, 49, 2. – 3) heimlich halten, verhehlen; ϑεοῠ γόνον Pind. Ol. 6, 36; ϑυμῷ δεῖμα P. 4, 96; τοὺς ἑαυτοῦ ἱππέας ἅμα κλέπτοντα ἐξ ἀπροςδοκήτου τοῖς πολεμίοις ἐπιτίϑεσϑαι Xen. Hipparch. 5, 2; τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα Aesch. 3, 142, indem er die Sachen verdeckt mit falschen Namen; Sp. – 4) heimlich, verstohlen thun; μύϑους κλέπτουσι ὑποβαλλόμενοι, geheim breiten sie fälschlich Lügen aus, wie πόλλ' ἂν κακῶς λάϑρᾳ σὺ κλέψειας κακά Soph. Ai. 188, vgl. 1116; τὰς ὀχείας Arist. H. A. 6, 20; Plat. setzt einander gegenüber κλέπτων ἢ βιαζόμενος, heimlich oder mit Gewalt, Legg. XI, 933 e; οὐκοῦν κλαπέντες ἢ βιασϑέντες τοῦτο πάσχουσιν, ohne daß sie es merken od. gezwungen, Rep. III, 413 b. – Das part. praes. κλέπτον, diebisch, verstohlen; ὡς δὲ καὶ κλέ-πτον βλέπει ὁ μικρός Ar. Vesp. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα 932. – Verwandt mit καλύπτω; bei Hesych. auch κλέπω, vgl. Lob. Phryn. 317.
-
5 παρακροᾱτής
παρ-ακροᾱτής, ὁ, der Verhörende, Mißverstehende
См. также в других словарях:
ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… … Dictionary of Greek
ἀκροατής — ἀκροᾱτής , ἀκροατής hearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροατής — ο θηλ. άτρια 1. αυτός που παρακολουθεί κάποιο ακρόαμα: Οι ακροατές καταχειροκρότησαν τον ομιλητή. 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα χωρίς να είναι κανονικός σπουδαστής: Στην τάξη μας είχαμε και δυο ακροατές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκροατά — ἀκροᾱτά̱ , ἀκροατής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc voc sg ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… … Dictionary of Greek
ευακροάτης — εὐακροάτης, και εὐακροατής ὁ (Μ) αυτός που ακούει με προσοχή, ο ευμενής ακροατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακροατής (< ακροώμαι)] … Dictionary of Greek
Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα … Dictionary of Greek
ἀκροατάς — ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc acc pl ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
ακουστής — ἀκουστής, ο (Α) [ἀκούω] 1. αυτός που ακούει, ο ακροατής 2. μαθητής, σπουδαστής … Dictionary of Greek
ακροάμων — ἀκροάμων ( ονος), ο (Μ) [ἀκροῶμαι] ακροατής … Dictionary of Greek