-
21 ακρητοποσίην
-
22 ἀκρητοποσίην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκρατοποσία — ἀκρᾱτοποσίᾱ , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc/acc dual ἀκρᾱτοποσίᾱ , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοποσίᾳ — ἀκρᾱτοποσίαι , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc pl ἀκρᾱτοποσίᾱͅ , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατοποσία — (I) ἀκρατοποσία, η (Α) [ἀκρατοπότης Ι] το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί. (II) η [ακρατοπότης ΙΙ] ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
ἀκρητοποσίαις — ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοποσίη — ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοποσίην — ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατοπότης — (I) ἀκρατοπότης, ο (Α) αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι]. (II) ο (Μ ἀκρατοπότης) αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ἀκρατοποσίαι — ἀκρᾱτοποσίαι , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem nom/voc pl ἀκρᾱτοποσίᾱͅ , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοποσίας — ἀκρᾱτοποσίᾱς , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem acc pl ἀκρᾱτοποσίᾱς , ἀκρατοποσία drinking of neat wine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρητος — ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α) βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ … Dictionary of Greek
θώρηξις — θώρηξις, ήξεως ἡ (Α) [θωρήσσω] το να πίνει κάποιος αμιγές, άκρατο κρασί, φιλοποσία, ακρατοποσία, μέθη … Dictionary of Greek