-
61 ἀκρατεστέρου
ἀκρᾱτεστέρου, ἄκρατοςunmixed: masc /neut gen comp sgἀκρατήςpowerless: masc /neut gen comp sg -
62 ακρατεστέρους
-
63 ἀκρατεστέρους
-
64 ακρατεστέρω
ἀκρᾱτεστέρῳ, ἄκρατοςunmixed: masc /neut dat comp sgἀκρατήςpowerless: masc /neut dat comp sg -
65 ἀκρατεστέρῳ
ἀκρᾱτεστέρῳ, ἄκρατοςunmixed: masc /neut dat comp sgἀκρατήςpowerless: masc /neut dat comp sg -
66 ακρατεστέρωι
ἀκρᾱτεστέρῳ, ἄκρατοςunmixed: masc /neut dat comp sgἀκρατεστέρῳ, ἀκρατήςpowerless: masc /neut dat comp sg -
67 ἀκρατεστέρωι
ἀκρᾱτεστέρῳ, ἄκρατοςunmixed: masc /neut dat comp sgἀκρατεστέρῳ, ἀκρατήςpowerless: masc /neut dat comp sg -
68 ακρατούς
-
69 ἀκρατοῦς
-
70 ακρατών
ἀκρατέωto be: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀκρατήςpowerless: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
71 ἀκρατῶν
ἀκρατέωto be: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀκρατήςpowerless: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
72 ακρατώς
-
73 ἀκρατῶς
-
74 ακρατέας
-
75 ἀκρατέας
-
76 ακρατέες
-
77 ἀκρατέες
-
78 ακρατέσι
-
79 ἀκρατέσι
-
80 ακρατέσιν
См. также в других словарях:
ἀκρατής — powerless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… … Dictionary of Greek
ακρατής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, άσωτος: Αν δεν ήταν τόσο ακρατής, δε θα χε κι αυτό το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατῆ — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρατής powerless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέα — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατές — ἀκρατής powerless masc/fem voc sg ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοῦς — ἀκρατής powerless masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέας — ἀκρατής powerless masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέες — ἀκρατής powerless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσι — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσιν — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)