Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский
ἀκειρεκόμης/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ακειρεκόμης — ἀκειρεκόμης και δωρ. ἀκειρεκόμας, ο (Α) ο ακερσεκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. ἀκερσεκόμης] … Dictionary of Greek
ἀκειρεκόμης — masc nom sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμαι — ἀκειρεκόμης masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκειρεκόμης masc dat sg (doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl ἀκειρεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμην — ἀκειρεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμου — ἀκειρεκόμης masc gen sg ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμῃ — ἀκειρεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμαν — ἀκειρεκόμᾱν , ἀκειρεκόμης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμης masc acc sg ἀκειρεκόμᾱν , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (epic doric aeolic) ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκειρεκόμας — ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκειρεκόμης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc pl ἀκειρεκόμᾱς , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek