-
1 ἀκατάψευστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάψευστος
См. также в других словарях:
ακατάψευστος — ἀκατάψευστος, ον (Α) [καταψεύδομαι] 1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης 2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί … Dictionary of Greek