-
1 неудержимый
неудержи́м||ыйприл ἀκατάσχετος, ἀκάθεκτος, ἀκράτητος, ἀσταμάτητος / ὁρμητικός (стремительный):\неудержимый смех τό ἀκράτητο γέλιο· \неудержимыйое желание ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία· \неудержимыйое развитие ἡ ὁρμητική ἀνάπτυξη. -
2 неуемный
неуемныйприл разг ἀκατάσχετος, ἀσυγκράτητος (непрекращающийся)/ακούραστος, ἀνησύχαστος (неутомимый). -
3 неукротимый
неукротимыйприл ἀδάμαστος, ἀτίθασος, ἀκατάσχετος, ἀχαλίνωτος, ἀπει-θής. -
4 бешеный
επ.1. λυσσασμένος.2. μτφ. μανιώδης ορμητικός, ακάθεκτος, ακατάσχετος, ασυγκράτητος3. πολύ δυνατός, ισχυρός.έκφρ. -ые деньги ανεμομαζώματα бешеный διαβολοσκορπίσματα. -
5 неудержимый
επ., βρ:: -жим, -а, -оακράτητος, ασταμάτητος• ακάθεκτος, ακατάσχετος•неудержимый смех ασυγκράτητα γέλια•
-ые слёзы ακράτητα δάκρυα•
-ое желание ακατάσχετη επιθυμία.
См. также в других словарях:
ἀκατάσχετος — not to be checked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσχετος — η, ο (Α ἀκατάσχετος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει «ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία» νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται … Dictionary of Greek
ακατάσχετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί: Έπαθε μια ακατάσχετη αιμορραγία. 2. αυτός που δεν επιτρέπεται να κατασχεθεί: Ο μισθός είναι ακατάσχετος. 3. το ουδ. ως ουσ., το ακατάσχετο η ιδιότητα του ακατάσχετου: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατασχέτω — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτως — ἀκατάσχετος not to be checked adverbial ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσχετον — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἀκατάσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτοις — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτου — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτους — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτων — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτῳ — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)