Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκατά-σχετος

См. также в других словарях:

  • εύσχετος — εὔσχετος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται εύκολα στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχετος (< έχω), πρβλ. ακατά σχετος ά σχετος] …   Dictionary of Greek

  • ημίσχετος — ἡμίσχετος, ον (Α) 1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετον η κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή. επίρρ... ἡμισχέτως (Α) με τρόπο ημίσχετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σχετος (< θ. σχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»