-
1 Ακαδημιακος
См. также в других словарях:
ακαδημιακός — ή, ό (Α ἀκαδημιακός, ή, όν) βλ. ακαδημαϊκός … Dictionary of Greek
Ακαδήμεια — Ἀκαδήμεια και ία, η (Α) 1. ιερό άλσος στα περίχωρα τής Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν τού ήρωα Ακάδημου 2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκάδημος*. ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός… … Dictionary of Greek