-
61 αθρόωι
ἀθρόῳ, ἀθρόοςin crowds: masc /fem /neut dat sg (attic)ἀθρόῳ, ἀθρόοςin crowds: masc /neut dat sg -
62 ἀθρόωι
ἀθρόῳ, ἀθρόοςin crowds: masc /fem /neut dat sg (attic)ἀθρόῳ, ἀθρόοςin crowds: masc /neut dat sg -
63 άθρα
-
64 ἄθρα
-
65 άθροα
-
66 ἄθροα
-
67 άθροι
-
68 ἄθροι
-
69 αθρουστέραν
-
70 ἀθρουστέραν
-
71 αθρουστέροις
-
72 ἀθρουστέροις
-
73 αθρουστέρω
-
74 ἀθρουστέρῳ
-
75 αθροωτάτη
-
76 ἀθροωτάτη
-
77 αθροωτέραν
-
78 ἀθροωτέραν
-
79 αθροωτέρην
-
80 ἀθροωτέρην
См. также в других словарях:
ἁθρόος — ἀθρόος in crowds masc nom sg ἀθρόος in crowds masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθροος — ἄθροος, ον (Α) αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θρόος ή θροῦς (= οχλαγωγία, συγκεχυμένος θόρυβος)] … Dictionary of Greek
ἀθρόος — in crowds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθροος — ἀθρόος in crowds masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek
αθρόος — α, ο συμπυκνωμένος, πολύς, άφθονος: Τις τελευταίες μέρες έγιναν αθρόες συλλήψεις φοιτητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁθροώτερον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds adverbial comp ἀθρόος in crowds masc acc comp sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg ἀθρόος in crowds masc acc comp sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροώτατον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds masc acc superl sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc superl sg ἀθρόος in crowds masc acc superl sg (attic) ἀθρόος in crowds neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροώτερον — ἀθρόος in crowds masc/fem acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἀθρόος in crowds adverbial comp ἀθρόος in crowds masc acc comp sg ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθρόα — ἀθρόος in crowds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl ἁθρόᾱ , ἀθρόος in crowds fem nom/voc/acc dual ἁθρόᾱ , ἀθρόος in crowds fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀθρόος in crowds neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθρόως — ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) ἀθρόος in crowds adverbial ἀθρόος in crowds masc acc pl (doric) ἀθρόος in crowds adverbial (attic) ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)