-
1 αηδονίδες
-
2 ἀηδονίδες
См. также в других словарях:
ἀηδονίδες — ἀηδονίς nightingale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… … Dictionary of Greek