-
21 ἀζαλέηισ'
ἀζαλέῃσι, ἀζαλέαdry: fem dat pl (epic ionic)ἀζαλέῃσι, ἀζαλέοςdry: fem dat pl (epic ionic) -
22 αζαλέην
-
23 ἀζαλέην
-
24 αζαλέησι
-
25 ἀζαλέῃσι
-
26 αζαλέησιν
-
27 ἀζαλέῃσιν
-
28 αζαλέοιο
-
29 ἀζαλέοιο
-
30 αζαλέοις
-
31 ἀζαλέοις
-
32 αζαλέοισιν
-
33 ἀζαλέοισιν
-
34 αζαλέου
-
35 ἀζαλέου
-
36 αζαλέους
-
37 ἀζαλέους
-
38 αζαλέω
-
39 ἀζαλέῳ
-
40 ἀζηχής
A continuous, cf. ἀζαχής, ἀζεχήσ unceasing,ὀδύνη Il.15.25
;ὀρυμαγδός 17.741
: neut. as Adv., ἀζηχὲς φαγέμενκαὶπιέμεν Od.18.3; [ὄϊες] ἀ. μεμακυῖαι Il.4.435
.
См. также в других словарях:
αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… … Dictionary of Greek
ἀζαλέος — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέον — ἀζαλέος dry masc acc sg ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέων — ἀζαλέος dry fem gen pl ἀζαλέος dry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέοιο — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέοις — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέοισιν — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέου — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέους — ἀζαλέος dry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέῳ — ἀζαλέος dry masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέα — ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc pl ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)