-
1 ἀέλλοπος
A storm-footed, storm-swift, Il.8.409, etc. (never in Od.);Ἅρπυια Euph.113
; dat. pl.ἀελλοπόδεσσιν h.Ven. 217
: pl. ἀελλόποδες, -πόδων, Simon.7, Pi.N.1.6, etc.: once in Trag., E.Hel. 1314.—Later [full] ἀελλοτόδης, ου, of the hare, Opp.C.1.413.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέλλοπος
-
2 ἀελλόπος
ἀελλό - πος (ἄελλα, ποῦς): stormfooted; of Iris, the swift messenger, cf. ποδήνεμος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀελλόπος
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek