-
41 ἀει-ναής
ἀει-ναής (- ναέεσσιν ὑδάτεσσι, f. L. ἀειάντεσσι). immer fließend, Nic. frg. bei Ath. II, 61 a.
-
42 ἀει-μνήμων
ἀει-μνήμων, stets eingedenk, Arist. Physiog. 3, 14.
-
43 ἀει-δῑνητος
ἀει-δῑνητος, sich stets umschwingend, ἄστρων ἀνάγκη Theo. Al. 4 ( App. 39); ἄτρακτος Leon. T. 9 (VI, 289); Nonn.
-
44 ἀει-ναῦται
ἀει-ναῦται, οἱ, bei den Milesiern eine Behörde, die zu Schiffe ihre Sitzungen hielt, Plut. Qu. Gr. 32.
-
45 ἀει-θερής
ἀει-θερής, ές, stets erwärmend, Sp.
-
46 ἀει-λιβής
-
47 ἀει-λαμπής
ἀει-λαμπής, ές, stets leuchtend, Stob. ecl. 1, p. 494.
-
48 ἀει-θανές
-
49 ἀει-θαλέω
-
50 ἀει-λογέω
ἀει-λογέω, stets reden, VLL.
-
51 ἀεί-παις
-
52 ἀεί-ρυτος
-
53 ἀεί-σκωπες
ἀεί-σκωπες, eine Art von σκῶπες, Ael. H. A. 15, 28; Athen. 9, 45; bei Arist. H. A. 9, 28 ἀεισκῶπες geschrieben; strix passerina, Linné.
-
54 ἀεί-σῑτος
-
55 ἀεί-υπνος
ἀεί-υπνος, immer schlafend, Scho I. Soph. O. C. 1578.
-
56 ἀεί-φρουρος
-
57 ἀεί-φυλλος
ἀεί-φυλλος, stets Blätter habend, Theophr.; Plut. Symp. 8, 4.
-
58 ἀεί-φατος
ἀεί-φατος, stets gepriesen, Orac. Sib.
-
59 ἀεί-χλωρος
ἀεί-χλωρος, immer grün, Euphor. frg. 64.
-
60 ἀεί-νως
См. также в других словарях:
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek
ἀεί — ἀ̱εί , ἀεί ever indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀεὶ φέρει τι Λιβύη καινόν. — См. Что нового? … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. — οἴει γὰρ ἀεὶ Διονύσια ἑορτάσειν. См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κτῆμα ἐς ἀεί. — См. В вечное владение … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἀεὶ ἀνθεστήρια. — См. Не все коту масляница, будет и Великий пост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτωχῶν οὖλαι ἀεὶ κεναί. — См. Суму нищего не наполнишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)