-
1 αδιόριστος
-
2 ἀδιόριστος
-
3 ἀδιόριστος
ἀδι-όριστος, ον, in Logic,A indesignate, Arist.APr. 26b23; undefined,ἀ. ἀπολέλοιπε τὴν ἀρετὴν τοῦ ποιητοῦ Phld.Po.1425.1
, al.; indefinite,ἄδηλον καὶ ἀ. Arist.PA 639a22
, cf. Dam.Pr.37, al. Adv. , al.; vaguely, loosely, Anon. in SE62.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιόριστος
-
4 αδιοριστότερον
ἀδιόριστοςindesignate: adverbial compἀδιόριστοςindesignate: masc acc comp sgἀδιόριστοςindesignate: neut nom /voc /acc comp sg -
5 ἀδιοριστότερον
ἀδιόριστοςindesignate: adverbial compἀδιόριστοςindesignate: masc acc comp sgἀδιόριστοςindesignate: neut nom /voc /acc comp sg -
6 αδιορίστως
-
7 ἀδιορίστως
-
8 αδιόριστον
-
9 ἀδιόριστον
-
10 αδιορίστοις
-
11 ἀδιορίστοις
-
12 αδιορίστου
-
13 ἀδιορίστου
-
14 αδιορίστους
-
15 ἀδιορίστους
-
16 αδιορίστω
-
17 ἀδιορίστῳ
-
18 αδιορίστων
-
19 ἀδιορίστων
-
20 αδιόριστα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδιόριστος — indesignate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιόριστος — η, ο (Α ἀδιόριστος, ον) νεοελλ. ο μη διορισμένος σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία αρχ. αυτός που δεν ορίζεται, ακαθόριστος, απροσδιόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διορίζω. ΠΑΡ. αρχ. αδιοριστία] … Dictionary of Greek
αδιόριστος, -η — ο αυτός που δεν έχει διοριστεί σε κάποια υπηρεσία δημόσια ή ιδιωτική: Πήρε το πτυχίο του, αλλά είναι ακόμη αδιόριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιοριστότερον — ἀδιόριστος indesignate adverbial comp ἀδιόριστος indesignate masc acc comp sg ἀδιόριστος indesignate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστως — ἀδιόριστος indesignate adverbial ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόριστον — ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc sg ἀδιόριστος indesignate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστοις — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστου — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστους — ἀδιόριστος indesignate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστων — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορίστῳ — ἀδιόριστος indesignate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)