-
1 αδικώ στη μοιρασία
[αμπντιράτ*] ρ ξεφλουδίζω -
2 обидеть
-
3 обделить
-елю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обделенный, βρ: -лен, -лени, -леноρ.σ.μ.1. αδικώ στο μοίρασμα, στην κατανομή. || μτφ. προικίζω λειψά, αδικώ•обделенный природой αδικημένος από τη φύση.
2. βλ. оделить. -
4 несправедливостьый
несправедливость||ыйприл ἀδικος:быть \несправедливостьыйым к кому́-л. ἀδικῶ κάποιον. -
5 обделять
обделятьнесов ἀδικώ στή μοιρασιά, τρώγω τό μερίδιο κάποιου. -
6 обижать
обижатьнесов1. προσβάλλω, πειράζω, θίγω·2. (обделять, тж. чем) ἀδικῶ. -
7 at fault
(wrong or to blame: She was at fault.) εν αδίκω -
8 do (someone) an injustice
(to treat or regard (someone) unfairly: You do me an injustice if you think I could tell such a lie.) αδικώ -
9 do (someone) an injustice
(to treat or regard (someone) unfairly: You do me an injustice if you think I could tell such a lie.) αδικώ -
10 do (someone) wrong
(to insult (someone), treat (someone) unfairly etc.) κάνω κακό, αδικώ -
11 do (someone) wrong
(to insult (someone), treat (someone) unfairly etc.) κάνω κακό, αδικώ -
12 wrong
[roŋ] 1. adjective1) (having an error or mistake(s); incorrect: The child gave the wrong answer; We went in the wrong direction.) λανθασμένος, λαθεμένος, λάθος2) (incorrect in one's answer(s), opinion(s) etc; mistaken: I thought Singapore was south of the Equator, but I was quite wrong.) εσφαλμένος3) (not good, not morally correct etc: It is wrong to steal.) κακός4) (not suitable: He's the wrong man for the job.) ακατάλληλος5) (not right; not normal: There's something wrong with this engine; What's wrong with that child - why is she crying?) αφύσικος, στραβός2. adverb(incorrectly: I think I may have spelt her name wrong.) λανθασμένα, στραβά, λάθος3. noun(that which is not morally correct: He does not know right from wrong.) κακό, αδικία4. verb(to insult or hurt unjustly: You wrong me by suggesting that I'm lying.) αδικώ- wrongful- wrongfully
- wrongfulness
- wrongly
- wrongdoer
- wrongdoing
- do someone wrong
- do wrong
- do wrong
- go wrong
- in the wrong -
13 обделять
[*][αμπντιλγιάτ'1 ρ. αδικώ στη μοιρασία -
14 обидеть
-ижу, -йдишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обиженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. θίγω, προσβάλλω.2. δυσαρεστώ, κακοφανίζω.3. στερώ, αδικώ•природа не -ла талантом η φύση δεν τον αδίκησε σε ταλέντο.
προσβάλλομαι, θίγομαι.
См. также в других словарях:
αδικώ — αδικώ, αδίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία … Dictionary of Greek
αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικῶ — ἀδικέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδικέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκῳ — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκωι — ἀδίκῳ , ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
συναδικώ — έω, Α 1. αδικώ μαζί με κάποιον («ἵνα μὴ συναδικήσωσιν ἑτέροις», Θουκ.) 2. (ενεργ. και παθ.) αδικώ επιπροσθέτως («ἅπασι τούτοις ὁ θεὸς συνηδίκηται», Δημόσθ.) … Dictionary of Greek
ASPHODELI Prata — apud Poetas, quid denotârint, aperit Gregorius Nazianzenus Orat. fun. in Basilium M. de Minoe et Rhadamantho loquens, Quos, ait, Graeci asphodeli pratis et campis censuêre dignos Elysus, quum in opinionem, quemadmodum et nos, Paradisi devenissent … Hofmann J. Lexicon universale
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek