-
1 αδικία
ἀδικίᾱ, ἀδικίαwrongdoing: fem nom /voc /acc dualἀδικίᾱ, ἀδικίαwrongdoing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀδικίαι, ἀδικίαwrongdoing: fem nom /voc plἀδικίᾱͅ, ἀδικίαwrongdoing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αδικια
ἥ1) несправедливость, обида, насилие Her., Plat.ἀδικίαν τινὸς κατηγορεῖν Eur. — винить кого-л. в несправедливости;
περὴ θεοὺς ἀσέβεια, περὴ ἀνθρώπους ἀ. Xen. — нечестивость по отношению к богам, несправедливость по отношению к людям;ἄρξας ἀδικίης Her. — причинивший насилие первым, зачинщик, обидчик2) вред, ущерб, уронἐπ΄ ἀδικίᾳ τῆς πόλεως Dem. — во вред государству
-
3 αδίκια
-
4 ἀδίκια
-
5 Ἀδικία
̆αδῐκία1 injustice, pro pers. test.Σ. P. 8.1
, ἔφη ( ὁ Πίνδαρος) παῖδα εἶναι τῆς Ἀδικίας τὸν Θόρυβον fr. 250a. -
6 ἀδικία
-ας + ἡ N 1 14-20-100-52-42=228 Gn 6,11.13; 26,20; 44,16; 49,5wrongdoing, injustice Gn 6,11; wrongful act, offence Ex 34,7; Ἀδικία Injustice Gn 26,20*Mal 3,7 ἀπὸ τῶν ἀδικιῶν from the wrongful acts-מומי/ל for MT ימי/מ/ל from the days; *Ps 72(73),7 ἀδικία αὐτῶν their injustice-עונמו for MT עינמו their eyes, see also Hos 10,10; Zech 5,6; *Jb 36,33 περὶ ἀδικίας for unrighteousness-על־עולה for MT על־עלה of (his) coming?; *DnLXX 12,4 ἀδικίας injustice-רעה for MT דעת wisdomCf. DANIEL, S. 1966 309.312; HARL 1986a, 63. 213(Gn 26,20); →NIDNTT; TWNT -
7 αδικία
η1) несправедливость;κοινωνική αδικία — социальная несправедливость;
2) несправедливое (незаконное) действие -
8 ἀδικία
ἡ ἀδικία ['неправда'] несправедливость, преступление -
9 ἀδικία
Βλ. λ. αδικία -
10 ἀδικίᾳ
Βλ. λ. αδικία -
11 ἀδικία
93 ἀδικία{сущ., 25}несправедливость, неправда, неверность, беззаконие, вред, ущерб.Ссылки: Лк. 13:27; 16:8, 9; 18:6; Ин. 17:8; Деян. 1:18; 8:23; Рим. 1:18, 29; 2:8; 3:5; 6:13; 9:14; 1Кор. 13:6; 2Кор. 12:13; 2Фес. 2:10, 12; 2Тим. 2:19; Евр. 8:12; Иак. 3:6; 2Пет. 2:13, 15; 1Ин. 1:9; 5:17. LXX: 5771 (ןוָֹע), 6588 (עשַׁפֶּ), 5766 (לוֶעֶ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδικία
-
12 αδικία
93 ἀδικία{сущ., 25}несправедливость, неправда, неверность, беззаконие, вред, ущерб.Ссылки: Лк. 13:27; 16:8, 9; 18:6; Ин. 17:8; Деян. 1:18; 8:23; Рим. 1:18, 29; 2:8; 3:5; 6:13; 9:14; 1Кор. 13:6; 2Кор. 12:13; 2Фес. 2:10, 12; 2Тим. 2:19; Евр. 8:12; Иак. 3:6; 2Пет. 2:13, 15; 1Ин. 1:9; 5:17. LXX: 5771 (ןוָֹע), 6588 (עשַׁפֶּ), 5766 (לוֶעֶ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδικία
-
13 ἀδικία
неправедностьбеззаконие ἀδικίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδικία
-
14 ἀδικίᾳ
неправедностинеправедностью неправедность [в] неправедности ἀδικίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδικίᾳ
-
15 ἀδικία
A wrongdoing, injustice,ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130
, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg. 477c, al.; ; 'foul' in racing, Anon. in SE30.15. -
16 αδικιά
η ложное обвинение, клевета -
17 ἀδικία
несправедливость, неправда, неверность, беззаконие, вред, ущерб; LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע), (עָ֫וֶל).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδικία
-
18 ἀδικία
-
19 αδικία
[адикиа] ουσ θ несправедливость. -
20 ἀδικία
ἀ-δικία, Ungerechtigkeit, Kränkung; eigentl. die Gesinnung, auch die einzelne Äußerung derselben; (dem Staate zum Schaden)
См. также в других словарях:
ἀδικία — ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc/acc dual ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν … Dictionary of Greek
ἀδικίᾳ — ἀδικίαι , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικιά — η βλ. αδικία … Dictionary of Greek
αδικία — η έλλειψη δικαιοσύνης: Αυτό που σου έγινε είναι μεγάλη αδικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικιά — η συκοφαντία: Του κόλλησαν την αδικιά, πως αυτός είχε κλέψει το πρόβατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδίκια — ἀδίκιον malversation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίας — ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem acc pl ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίαι — ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίαν — ἀδικίᾱν , ἀδικία wrongdoing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικιῶν — ἀδικία wrongdoing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)