-
1 ненасытный
ненасытн||ыйприл ἀχόρταγος, ἀκόρεστος, ἀδηφάγος / ἄπληστος (жадный). -
2 неумеренный
неумеренн||ыйприл1. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος:\неумеренныйое употребление вина ἡ κατάχρηση στό πιοτό·2. (о человеке) ἀκρατης, ἀκράτητος / ἀδηφάγος, φαγᾶς (в еде)/ πότης (в питье). -
3 обжора
обжо́р||а м, ж разг ὁ λαίμαργος, ὁ φαγάς, ὁ λιμάρης, ὁ ἀδηφάγος. -
4 прожорливый
прожорлив||ыйприл ὁ λαίμαργος, ὁ ἀδηφάγος, ὁ φαγᾶς. -
5 жадный
επ., βρ: -цен, -дна, -дно.1. αχόρταγος, ανεχόρταγος, άπληστος, αδηφάγος•жаден к деньгам παραδόπιστος, τσιφούτης.
|| πεινασμένος, λιμασμένος, θεονήστικος. || διψασμένος, βουλιμιακός•смотреть -ыми глазами εποφθαλμιώ.
2. τσιγγούνης, τσιφούτης,καρμίρης, σπαγκοραμμένος, φιλάργυρος. -
6 ненасытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αχόρταγος, ανεχόρταγος, άπληστος, αδηφάγος.2. μτφ. πλέον έκτης. -
7 обжора
-ы α. κ. θ. α(νε)χόρταγος, λαίμαργος, φαγάς, άπληστος, αδηφάγος, ακόρεστος. -
8 обжорливый
επ.αδηφάγος, ακόρεστος, λαίμαργος, άπληστος, γαστρίμαργος. -
9 прожорливый
επ., βρ: -лив, -а, -оλαίμαργος, αδηφάγος, αχόρταγος, φαγάς. -
10 утроба
-ы θ.1. κοιλιά•в -е матери στην κοιλιά της μάνας.
|| σπλάχνα, εντόσθια..μτφ. ένστιχτο, διαίσθηση.2. το εσωτερικό.εκφρ.ненасытая утроба – (απλ.) άνθρωπος λαίμαργος, αδηφάγος, κοιλιόδουλος• φαγάς. -
11 хищный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно.1. αρπακτικός•-ые животные αρπακτικά ζώα•
-ые птицы αρπακτικά πτηνά•
-ые когти αρπακτικά νύχια.
|| αδηφάγος, άπληστος, αχόρταγος•взгляд αρπαχτικό βλέμμα•
-ая наклонность αρπακτική κλίση (ροπή).
2. μτφ. ληστρικός, εκμεταλλευτικός. -
12 чревоугодник
-а α.-ца, -ы θ.αχόρταγος, -η, αδηφάγος, -α, άπληστος, -η• κοιλιόδουλος, -η. -
13 Devouring
adj.V. διαβόρος, παμφάγος, ἀδηφάγος, βρωστήρ.Devouring men: V. ἀνδροβρώς (Eur., Cycl. 93).met., insatiable: P. ἄπαυστος, P. and V. ἄπληστος.Destructive: V. πολυφθόρος; see Destructive.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Devouring
-
14 Ravening
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ravening
См. также в других словарях:
ἁδηφάγος — ἀδηφάγος , ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγος — gluttonous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… … Dictionary of Greek
αδηφάγος — α, ο φαγάς, αχόρταγος, άπληστος: Έριχνε αδηφάγα βλέμματα στο στρωμένο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδηφαγώτατον — ἀδηφάγος gluttonous masc acc superl sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγον — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem acc sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγω — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγα — ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγοι — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγοις — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηφάγου — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)