-
1 αδειης
-
2 αδεης
эп. ἀδδεής и ἀδειής 21) безбоязненный, бесстрашный, неустрашимый (sc. Ἕκτωρ Hom.; ἀ. τινος Plat., πρός τι и ἔν τινι Arst.)2) не внушающий страха, не страшный(πρός τινα Thuc.)
ἀδεὲς δέος δεδιέναι Plat. — испытывать неосновательный страх;οὐκ ἀδεὲς τοῦθ΄ ὑπολαμβάνω τῇ πόλει Dem. — я считаю это небезопасным для города3) беззастенчивый, бесстыдный(κύων Hom.)
См. также в других словарях:
ἀδειής — ἀδεής fearless masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είπερ — εἴπερ και εἰ περ (Α) 1. αν πράγματι («εἴπερ γάρ τε χόλον και αὐτῆμαρ καταπέψῃ» αν πράγματι πάψει την οργή του) 2. και αν ακόμη («εἴ περ ἀδείης τ ἐστι» και αν ακόμη είναι άπειρος, κι αν ακόμη δεν έχει ιδέα) 3. εάν δηλαδή (ενώ στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek