-
1 ἀδδήσειε
ἀδδηκώς, ἀδδήσειε: see ἀδέω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδδήσειε
-
2 ἀδδηκώς
ἀδδηκώς, ἀδδήσειε: see ἀδέω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδδηκώς
-
3 ἀδέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский