Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀδάμ-ας

См. также в других словарях:

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, μήλο του– — Ο θυρεοειδής χόνδρος του λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • Σαλ φον Μπελ, Ιωάννης Αδάμ — (Schall von Bell), Γερμανός ιεραπόστολος (1592 1666). Κατατάχτηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Στάλθηκε στην Κίνα, όπου εξαιτίας των αστρονομικών του γνώσεων κέρδισε τη γενική αναγνώριση. Ο αυτοκράτορας Τιεν Κι, εκτός των άλλων του ανάθεσε την… …   Dictionary of Greek

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • αδαμιαίος — α, ο (Α ἀδαμιαῑος, α, ον) [Ἀδάμ] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική γύμνια όπως τού Αδάμ («αδαμιαία περιβολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στον Αδάμ, κατά συνέπεια ο ανθρώπινος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀδαμιαῑοι το γένος, οι …   Dictionary of Greek

  • Адам — У этого термина существуют и другие значения, см. Адам (значения). Адам (ивр. אָדָם‎) …   Википедия

  • πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»